- λημματογραφώ
- 1. συντάσσω κατάλογο λημμάτων, συνήθως με αλφαβητική σειρά2. συγγράφω λήμματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λήμμα + γράφω (πρβλ. κινηματογραφώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λημματογράφηση — η [λημματογραφώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λημματογραφώ … Dictionary of Greek